- καμινιάζω
- καμίνιασα, καμινιάστηκα, καμινιασμένος, τοποθετώ στο καμίνι ξύλα για να κάνω ξυλάνθρακες ή ασβεστόλιθους, για να κάνω ασβέστη κ.ά.: Καμίνιασε τα δέντρα της περιοχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.